- βουτύρινος
- βου-τύρινος [ῡ], η, ον,A of butter,
μύρον Dsc.1.54
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύρον Dsc.1.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουτύρινος — βουτύρινος, η, ον (Α) ο βουτυρένιος … Dictionary of Greek
βουτύρινον — βουτύρινος of butter masc acc sg βουτύρινος of butter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουτυρίνη — βουτύρινος of butter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουτυρίνης — βουτύρινος of butter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)